Javascript must be enabled to continue!

Portal

Hate speech: The role of linguistics

14-02-2023 00:25

Ξανθή Ριγανά

Ο λόγος μίσους  (hate speech) είναι ένα φαινόμενο που βρίσκεται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Αναδυόμενος αρχικά σε ορισμένους τομείς της κοινωνίας, όπως την πολιτική, το σχολείο και τον αθλητισμό, γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στα νέα κοινωνικά μέσα επικοινωνίας (μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή δίκτυα) μέσω των οποίων εξαπλώνεται γρήγορα και επικίνδυνα. Αυτά τα νέα εργαλεία επιτρέπουν την επικοινωνία χωρίς σύνορα, την ανταλλαγή γνώσεων, την ανταλλαγή μηνυμάτων και την αλληλεπίδραση ανεξάρτητα από αποστάσεις και κοινωνικές διαφορές. Μπορούμε όλοι να εκφράσουμε τη γνώμη μας και όλοι αισθανόμαστε ελεύθεροι να παρέμβουμε και να σχολιάσουμε. Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα μέσα επικοινωνίας έχουν επιτρέψει τη διάδοση κακής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, διαδικτυακού εκφοβισμού, λεκτικής επιθετικότητας και ρητορικής μίσους. Στον πολιτικό, κυρίως, χώρο αυτό το είδος γλωσσικής επικοινωνίας χρησιμοποιείται συχνά για να αξιοποιηθούν συναισθήματα και προσωπικές πεποιθήσεις ως ισχυρά εργαλεία πειθούς.

Οι λεκτικές επιθέσεις, η προσβλητική προπαγάνδα και η οικοδόμηση εξουσίας και υποταγής, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό, έχουν γίνει  συνήθη χαρακτηριστικά των δημόσιων λόγων και αποτελούν πραγματικές επικοινωνιακές στρατηγικές.

Τα τελευταία χρόνια, ο λόγος μίσους έχει γίνει αντικείμενο έρευνας σε διάφορους κλάδους, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, τη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία, τι πολιτικές επιστήμες. Η έρευνα εστιάζει κυρίως σε άτομα ή ομάδες που πέφτουν θύματα επιθετικότητας ή διακρίσεων μέσω του λόγου μίσους, αλλά και σε ηθικές και νομικές διαφορές σχετικά με τα όρια μεταξύ του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της χρήσης ρητορικής μίσους. Μεταξύ αυτών των κλάδων, η γλωσσολογία προσφέρει μια εξέχουσα προοπτική και παίζει πρωταρχικό ρόλο. Η γλώσσα και οι λέξεις είναι πράγματι θεμελιώδη στοιχεία για την οικοδόμηση και την ενίσχυση των κοινωνικών ταυτοτήτων και, κατά συνέπεια, για τη συγκρότηση και τη διάδοση στερεοτύπων, διακρίσεων, μισαλλοδοξίας και κοινωνικής αδικίας.

Η χρήση της γλώσσας για επίθεση σε άτομο ή ομάδα με βάση χαρακτηριστικά όπως η φυλή, η εθνικότητα, η θρησκεία, το φύλο, η εθνική καταγωγή, η πολιτική ιδεολογία, η αναπηρία ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί τη βάση της γλώσσας μίσους. Μέσα από τις λέξεις είναι δυνατό να προσβάλλουμε, να κατηγορήσουμε, να εκφράσουμε την ανωτερότητα ή την εξουσία μας και να ακολουθήσουμε πρακτικές διακρίσεων. Η γλωσσολογία μας επιτρέπει να υπερβούμε τις σαφείς και άμεσες περιπτώσεις λεκτικής επιθετικότητας. Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, οι διακρίσεις και η μισαλλοδοξία μπορούν στην πραγματικότητα να βρουν σιωπηρές εκδηλώσεις, που είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να αναγνωριστούν.

Αν κάποιος κάνει χρήση μιας λέξης με αρνητική σημασία για να προσβάλλει ρητά και άμεσα έναν συγκεκριμένο στόχο, δεν το κάνει απλά για να αξιολογήσει κάποιον βάσει των πεποιθήσεών του, αλλά για να διαπράξει μια πράξη προσβολής, απειλής, εξευτελισμού και επιθετικότητας, πρώτα απ' όλα προς ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά στη συνέχεια και προς μια ομάδα ανθρώπων που έχουν την ίδια ταυτότητα.

Τι θα συμβεί όμως αν, για παράδειγμα, κάποιος δεν χρησιμοποιήσει βρισιές ή επίθετα με αρνητική σημασία προς μια ομάδα ή εθνικότητα; Στην πραγματικότητα, δεν προσβάλλει ούτε επιτίθεται σε κανέναν. Ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί υποκίνηση μισαλλοδοξίας και προκατάληψης, ένας λόγος μίσους που δεν περιέχει σαφείς αναφορές σε άλλες εθνικότητες. Στο πλαίσιο ενός δημόσιου λόγου η καθιέρωση μιας ιεραρχικής σχέσης προϋποθέτει σαφώς την τοποθέτηση μιας άλλης ομάδας ή ομάδων σε θέση υποτέλειας ή κατωτερότητας. Αυτές είναι σιωπηρές έννοιες και υποθέσεις που ενεργοποιούνται από ορισμένα λεξιλογικά στοιχεία. Δεν εμφανίζονται στο ρητό μήνυμα που μεταδίδεται, δηλαδή δεν επιβεβαιώνονται άμεσα από τον ομιλητή, αλλά υπαινίσσονται σιωπηρά, μάλιστα στο ίδιο το μήνυμα. Το έργο της ερμηνείας σιωπηρών νοημάτων είναι μια διαδικασία που ο ακροατής εκτελεί αυτόματα, πολλές φορές και χωρίς να το συνειδητοποιεί. Ωστόσο, η χρήση όρων ή εκφράσεων που ενεργοποιούν σιωπηρά νοήματα είναι συχνά επιλογή του ομιλητή, ο οποίος τους εκμεταλλεύεται για προπαγανδιστικούς και επικοινωνιακούς σκοπούς.

Ένα κλασικό παράδειγμα υπονοούμενου νοήματος είναι αυτό που σχετίζεται με τον επιρρηματικό σύνδεσμο “αλλά”. Στην πρόταση η Ειρήνη είναι φτωχή αλλά ευτυχισμένη, το “αλλά” συνδέει δύο επίθετα και ταυτόχρονα προσδίδει μια αίσθηση αντίθεσης ανάμεσα στο να είσαι φτωχός και να είσαι ευτυχισμένος.

Η υποκίνηση διακρίσεων και μίσους μπορεί, επίσης, να προκύψει από μορφές προπαγάνδας που περιορίζουν την εφαρμογή πλεονεκτήματος ή παραχώρησης σε μια ομάδα ανθρώπων βάσει εθνικότητας, θρησκείας ή σεξουαλικού προσανατολισμού (π.χ. μόνο οι Έλληνες μπορούν…). Μια απαγόρευση όπως «οι Εβραίοι δεν επιτρέπεται να ανήκουν σε πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους», όπως προβλέπεται από τους φυλετικούς νόμους του 1938-1944, είναι μια μορφή διάκρισης με βάση τη θρησκεία. Το μήνυμα δεν χρησιμοποιεί προσβλητικούς όρους, αλλά υπονοεί φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές που χρησιμοποιούνται ως όργανο υποτέλειας για την αναγνώριση δικαιωμάτων και παραχωρήσεων.

Για την κατασκευή ή την ενίσχυση στερεοτύπων και προκαταλήψεων, αρκεί η χρήση αόριστων γενικεύσεων (π.χ. οι Πόντιοι δεν είναι έξυπνοι), που συχνά συνοδεύονται από αντιθετική αντωνυμία (π.χ. εμείς οι Έλληνες, εσείς οι μετανάστες). Είναι, επίσης, δυνατό να χρησιμοποιηθούν γενικές αντωνυμίες για να αναφέρονται σε μια ομάδα ή υποομάδα ανθρώπων (είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν ποτέ). Με αυτόν τον τρόπο υπογραμμίζονται διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες, δημιουργείται απόσταση, υποκινείται η μισαλλοδοξία.

Η αίσθηση της ισχύος ενός ατόμου ή μιας ιδεολογίας μπορεί επίσης να διαδοθεί και μέσω της χρήσης προσωπικών αντωνυμιών για αναφορά σε μια απροσδιόριστη ομάδα ή κόμμα (π.χ. εμείς όλοι ξέρουμε, εμείς πρέπει να ενεργήσουμε τώρα) ή μέσω της χρήσης επιρρημάτων (εντελώς, απολύτως, οριστικά) ή επιθέτων και επιρρημάτων που εκφράζουν τη βεβαιότητα του ομιλητή (επιστημικές λέξεις) ή την αξιοπιστία της πηγής της πληροφορίας (π.χ. σίγουρα/προφανώς δεν έχουν γίνει αρκετά) . Αυτές οι λεκτικές επιλογές έχουν τη δύναμη να δικαιολογούν και να νομιμοποιούν πεποιθήσεις και συμπεριφορές, καθώς και να επηρεάζουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν ισχύ σε μια δήλωση, ανεξάρτητα από την αλήθεια του μηνύματος, και είναι πολύ συνηθισμένες σε επεισόδια λεκτικής επιθετικότητας.

Ο λόγος μίσους δεν έχει μόνο προσωπικές συνέπειες, αλλά και κοινωνικές, γιατί εκτός από τον ελεύθερο άνθρωπο επηρεάζει και ολόκληρη την ομάδα στην οποία ανήκει. Πρέπει λοιπόν να τον πολεμήσουμε σε πολλά μέτωπα. Η γλωσσολογία μπορεί να μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τον λόγο μίσους στις πιο κρυφές μορφές και εκφράσεις του μέσα από παραδείγματα και γλωσσικές στρατηγικές, και να εκπαιδεύσει, έτσι, τους χρήστες νέων μέσων επικοινωνίας να τον αναγνωρίζουν και να τον αποφεύγουν. Μπορεί να συμβάλλει στην εκστρατεία ευαισθητοποίησης και στην αυτοπροστασία από τον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ορισμένες χώρες λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη και την τιμωρία αδικημάτων λόγου μίσους. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν έως σήμερα νόμοι που να αναφέρουν τον λόγο μίσους, ακόμη και αν υπάρχουν πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην αναφορά περιεχομένου μίσους. Οι κύριες δυσκολίες στη ρύθμιση αφορούν ακριβώς την αναγνώριση αυτού του τύπου γλώσσας. Η γλωσσική ανάλυση του λόγου μίσους μπορεί, επομένως, να βοηθήσει στον ορισμό της και στην καλύτερη κατανόηση των ορίων μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου μίσους.




This Project was co-funded by the European Union’s Rights, Equality and Citizenship Programme (2014-2020). Τhe content of this website represents the views of the author only and is his/her sole responsibility. The European Commission does not accept any responsibility for use that may be made of the information it contains.

youtube facebook

NEWSLETTER



emailE-mail: info@sophism.eu